Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τοῖς ἅπασι

См. также в других словарях:

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολώ — έω (ΑM μελαγχολώ, άω) [μελάγχολος] νεοελλ. 1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία 2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου νεοελλ. μσν. είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος μσν. εξοργίζομαι, αγανακτώ αρχ. κατέχομαι από μανία,… …   Dictionary of Greek

  • συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …   Dictionary of Greek

  • συναποφύω — Α 1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι 2. (το μέσ.) συναποφύομαι συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα τής χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφύω «φυτρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»